- αιματώνω
- (Α αἱματῶ, -όω)1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις«δεν τό ματώνω», αποφεύγω τις έριδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἱματῶ (-όω) < αἷμα.ΠΑΡ. νεοελλ. (αι)μάτωμα].
Dictionary of Greek. 2013.